Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αυτό είναι δικός μου

  • 1 λογαριασμός

    ο
    1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;

    κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;

    κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;

    3) финансовый отчёт;
    4) фин. торг, счёт;

    ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;

    βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;

    τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;

    σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;

    5) перен. расчёт, намерение;

    όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;

    § δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;

    έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;

    μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;

    χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;

    αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;

    δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;

    δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;

    κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;

    παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;

    γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;

    (ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;

    εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;

    ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и

    риск;

    οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;

    κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λογαριασμός

См. также в других словарях:

  • δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδικός — ή, ό πάντα μαζί με κάποιο αδύνατο τύπο προσωπικής αντωνυμίας, ο ολότελα δικός μου: Το σπίτι αυτό είναι κατάδικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»